top of page

Prague, September 1986 / Πράγα,Σεπτέμβριος 1986


I spent my days in Prague walking all day (and as much as I could at night) in the streets, observing people, taking some shots. I shall never forget those eyes, the wet and uncomfortable glances or the altogether blank stares. You looked at someone in the street and he turned his head right and left to see if anyone was watching and then he was staring at you, or at his shoes. Of all the Eastern countries, Czechoslovakia and East Germany were where you felt human fear the most; and Romania, of course. But in Prague there was something more: the sense of confinement, of isolation, the resignation of a community that had seen better days and then had gone through a lot; invasions, occupation...

At night, in the Old City there was not a soul around. The old buildings and the yellow light from the lampposts that glistened on the cobbled and damp from the humidity streets, the emptiness -there were no tourists- all these gave the impression that time had stopped forever. At the Jewish Quarter, the old cemetery had remained untouched for fifty years, the buildings empty and dark, their tenants long gone. It was something eerie. The year was 1986, the "paradise" was to live for just three more years, but nothing gave away what was going to happen, and we couldn’t see it coming.

Ήμουν ήδη κάποιες μέρες στην πόλη και είχα μάθει τα κρατικά εστιατόρια για τους ντόπιους όπου έτρωγες με λίγες κορώνες. Κάποια από αυτά ήταν σαν μεγάλες καντίνες νοσοκομείου, πολλά τραπέζια και πάγκοι ολόγυρα. Καθόμουν ένα μεσημέρι σε ένα τέτοιο εστιατόριο, λίγο πριν το κλείσιμο, τρία- τέσσερα άτομα είχαμε μείνει, αριστερά μου ένας νεαρός στην ηλικία μου τελείωνε το φαγητό του. Έβγαλα ενα τσαλακωμένο τεύχος του TIME που το είχα διαβάσει και το έσπρωξα προς το μέρος του κάτω απο το τραπέζι, στον πάγκο ανάμεσά μας. Το κοίταξε φοβισμένος, σαστισμένος, κοίταξε εμένα, κοιταξε γυρω του, κούνησα το κεφάλι, το πήρε βιαστικά και το έβαλε στη τσάντα του. Μάτια ευγνωμοσύνης, σαν να του είχα χαρίσει τον κόσμο. Μιλήσαμε λίγο, διάφορα άσχετα και μετά, ξαφνικά, «έχω προβλήματα με αυτούς». Ηταν μηχανικός και τον είχαν απολύσει πρόσφατα. Με ρώτησε αν είχα αντιβιοτικά ή άλλα φάρμακα μαζί μου. Δεν είχα, δεν καταλάβαινα, η Τσεχοσλοβακία δεν είχε σοβαρές ελλείψεις. Την επομένη θα έφευγα, με παρακάλεσε αν ξαναέλθω στην Πράγα εγώ ή κάποιος φίλος, να του πάμε φάρμακα και «οτιδήποτε γραμμένο στα αγγλικά». Ξαναπήγα στην Πράγα μετά από δύο μήνες και είχα αυτή τη φορά μαζί μου τις προμήθειες που είχε ανάγκη. Πήγα στη διεύθυνση που μου είχε δώσει, ενα εργατικό προάστειο στα νότια, αλλά δεν βρήκα κανέναν με το όνομά του στην πολυκατοικία. Κατάφερα να μάθω οτι είχε φύγει πριν από λίγο καιρό. Δεν μου λέγανε τίποτε άλλο, μου έκλειναν τις πόρτες. Αργότερα, από άλλους φίλους, έμαθα για τα "τρία στάδια". Ο φίλος μου είχε χάσει και το σπίτι του μετά τη δουλειά του. Αν ήσουν «αντικοινωνικό στοιχείο» εκείνη την εποχή στην Τσεχία, το καθεστώς δεν είχε ανάγκη να σε ρίξει στη φυλακή. Ούτε σε γκουλάγκ και παρόμοια, αυτά ήταν ρώσικες χοντροκοπιές. Υπήρχαν πιο φίνοι τρόποι να σ' εξοντώσουν : πρώτα έχανες τη δουλειά σου και σε μια 100% κρατική οικονομία δεν είχες καμμιά ελπίδα να βρείς αλλού δουλειά. Μετά σου έπαιρναν το σπίτι που έμενες και δεν είχες που να πας, δεν μπορούσεις να μείνεις ούτε σε φίλους γιατί έπρεπε να σε δηλώνουν κάθε βράδυ στην αστυνομία και θα έμπλεκαν έτσι κι αυτοί. Και τέλος δεν είχες πρόσβαση στη δημόσια περίθαλψη, ο,τι και να σου συνέβαινε, ο,τι και να πάθαινες. Κατέληγες λοιπόν στην επαρχία συνήθως, στο πατρικό σου αν είχες ακόμη γονείς, άνεργος κι άχρηστος, εξουδετερωμένος, μπορεί και άρρωστος, το έριχνες στο ποτό και ήσουν τελειωμένος. Πόσες ζωές καταστράφηκαν με αυτόν τον απλό, «ανώδυνο» τρόπο.. Περνούσα τις μέρες μου στην Πράγα περπατώντας όλη μέρα (και όσο άντεχα τη νύκτα) στους δρόμους της πόλης, παρατηρώντας τους ανθρώπους, φωτογραφίζοντας τους λίγο. Δεν μπορώ να ξεχάσω αυτά τα βλέμματα, τα υγρά και ανήσυχα βλέμματα ή, σε άλλους, απλανή εντελώς. Κοιτούσες κάποιον ή κάποια στον δρόμο και αυτός ή αυτή κοιτούσε δεξιά και αριστερά να δει αν βλεπει κανείς και μετά κοιτούσε εσένα, ή τα παπούτσια του. Απο όλες τις ανατολικές χώρες, τον φόβο των ανθρώπων τον ένοιωθες μόνο στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία, και στη Ρουμανία βεβαίως. Αλλά στην Πράγα υπήρχε κάτι παραπάνω : η αίσθηση του εγκλεισμού, της απομόνωσης, της παραίτησης μιας μικρής κοινωνίας που έζησε και καλύτερες μέρες και πέρασε μετά πολλά, εισβολές, κατοχή. Στην Παλιά Πόλη τις νύχτες δεν υπήρχε ψυχή. Τα παλια κτίρια και το κίτρινο φως απο τους παλιούς φανοστάτες που γυάλιζε πάνω στα στρωμένα με πέτρες και βρεμένα από την υγρασία δρομάκια, η ερημιά -δεν υπήρχαν και τουρίστες- ολα αυτα μαζι εδιναν την εντύπωση οτι ο χρόνος είχε σταματήσει για πάντα. Στην εβραϊκή συνοικία, το παλιό κοιμητήριο ήταν απείρακτο επί πενήντα χρόνια, τα κτίρια άδεια και σκοτεινά, δεν υπήρχαν πια οι ένοικοι. Ειχε κάτι το απόκοσμο. Ήταν 1986, στον «παράδεισο» απεμεναν τρία μολις χρόνια ζωής ακόμη και δεν φαινόταν αυτό καθόλου, δεν το είχαμε καταλάβει. Το καθεστώς έπεσε το 89 αλλά τον φίλο μου δεν τον ξαναβρήκα ποτέ.

(δημοσιευτηκε στο περ. "The Book's Journal", τ. Σεπτεμβρίου 2015).

Recent Posts
Archive
Follow Us
No tags yet.
Search By Tags
  • Facebook Basic Square
bottom of page