At the campsite
9.9.1987, Ruhrgebiet, West Germany
It was a small campsite on the edge of the forest, and when you got there late in the evening to spend the night, you did not realize what was going on there, it was pitch dark and you couldn’t see a thing. In the morning, waking up in the car, you saw at once what couldn’t be seen at night: there were no tourists at the campsite, maybe there had never been a tourist in this place, either German or foreigner. Those who stayed there were locals; poor people, all Germans, who rented a caravan by the month because they had no home: they had lost their homes long ago. Unemployed, pariahs, alcoholics, mothers with three or four children and no husband, etc. It had been pouring for days on end, at every step your feet would sink into the mud up to the ankle. Every now and then, someone would jump out from a trailer to rush to the toilets with an umbrella in hand, a child would run aimlessly; silence, desolation. The day was progressing, there was nothing you could do, holed up in the car, you hadn't been able to work for days because of the rain, you were feeling blue... Sometime in the afternoon, you walked to the wooden shack that served as a dining room. There, a group of middle-aged German women were sitting drinking schnapps from water glasses. They had already drank a lot, they were more than a little tipsy, they were shouting and cursing and every now and then, one of them would yell "scheisse!" and then again "scheisse!" ("Shit! Shit!") and still once more... You managed to stay there, in a little corner, for half an hour, then got out to get some air. Outside the rain was dying down a bit and so was the daylight. Some children were playing tag among the caravans, and then you saw this child. He was playing alone, away from the rest, kicking a deflated ball. You took a shot of him, unnoticed. The child had no hair. And then you wondered why that boy had lost his hair and, out of the blue, there, in the middle of that miserable camping, in the filthy mud and rain, that damn afternoon, you started to cry. And then you felt ridiculous, not because you were crying, but because you felt unhappy about those five miserable days you’ve wasted, while that child was perhaps struggling for his life. You, on the other hand, were healthy and well. Even compassion has this ugly side; you are always better off than the ones you feel compassion for, and always feel better afterwards.
Ήταν ένα μικρό κάμπιγκ στην άκρη του δάσους, και όταν μπήκες σ’ αυτό αργά το βράδυ για να περάσεις τη νύκτα, δεν κατάλαβες τι γινόταν εκεί, ήταν θεοσκότεινα. Το πρωί ξύπνησες μέσα στο αυτοκίνητο και γρήγορα είδες αυτό που δεν φαινόταν τη νύκτα : δεν υπήρχαν τουρίστες στο κάμπιγκ, μπορεί να μην είχε περάσει ποτέ τουρίστας από εδώ, ούτε Γερμανός, ούτε ξένος. Όσοι έμεναν ήσαν αυτόχθονες, φτωχοί ανθρωποι, Γερμανοί όλοι, που νοίκιαζαν ένα τροχόσπιτο με το μήνα γιατί δεν είχαν σπίτι, το είχαν χάσει το σπίτι τους προ πολλού. Πολύ πιο φτηνό να μένεις σε τροχόσπιτο αντί σε σπίτι. Άνεργοι, παρίες, αλκοολικοί, μανάδες με τρία-τέσσερα παιδιά και χωρίς άντρα, και άλλοι.. Έβρεχε καταρρακτωδώς εδώ και μέρες, όπου και να πατούσες χωνόσουν μέσα στη λάσπη. Πού και πού κάποιος πεταγόταν απ το τροχόσπιτό του να πάει στην τουαλέτα με μια ομπρέλα, ένα παιδί έτρεχε χωρίς λόγο, ησυχία, ερημιά. Η ώρα περνούσε και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα κλεισμένος στο αυτοκίνητο, ήταν πολλές οι μέρες που λόγω βροχής δεν μπορούσες να δουλέψεις, σε είχαν πιάσει οι μαύρες σου... Καθισμένος στη θέση του οδηγού προσπαθούσες να διαβάσεις κάτι για να περάσει η ώρα και δεν τα κατάφερνες. Κάποια στιγμή το μεσημέρι, πήγες στην ξύλινη παράγκα που χρησίμευε σαν αίθουσα φαγητού. Εκεί μέσα, μια γυναικοπαρέα, μεσόκοπες λαϊκές Γερμανίδες έπιναν σναπς σε νεροπότηρα. Είχαν πιεί ήδη πολλά, είχαν μεθύσει και φώναζαν και βρίζονταν... Άντεξες στη γωνίτσα σου μισή ώρα, βγήκες έξω μετά να πάρεις αέρα. Έξω συνέχιζε να βρέχει κάπως λιγότερο, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Κάποια παιδιά κυνηγιόντουσαν ανάμεσα στα τροχάσπιτα, και τότε, είδες αυτό το παιδί. Έπαιζε μόνο του, μακριά από τ’ άλλα, κλωτσούσε μια ξεφούσκωτη μπάλλα. Το πήρες μια φωτογραφία χωρίς να σε δει. Δεν είχε μαλλιά. Και αστραπιαία αναρωτήθηκες γιατί να έχει χάσει τα μαλλιά του το αγόρι και αμέσως έβαλες τα κλάμματα, εκεί στο πουθενά, μέσα στο άθλιο κάμπιγκ στη βρωμολάσπη και τη βροχή, εκείνο το καταραμένο απόγευμα. Και μετά ένοιωσες γελοίος, όχι γιατί έκλαιγες, αλλά γιατί εσύ ένοιωθες δυστυχής για πέντε άσχημες μέρες που πέρασες, ενώ δίπλα σου ένα παιδί μπορεί να αγωνιζόταν για τη ζωή του. Εσύ ήσουν καλά και υγιής. Ακόμη και η συμπόνοια εχει αυτή την άτιμη πλευρά, πάντα είσαι σε καλύτερη μοίρα από αυτόν που συμπονάς και πάντα νοιώθεις καλύτερα μετά.
Αργότερα πήρες το αυτοκίνητο και περιφερόσουν στους επαρχιακούς δρόμους για ώρες. Δεν υπήρχε gps τότε, όπου έβγαζε η διακλάδωση του δρόμου πήγαινες, χωρίς χάρτη, δεν χάνεσαι στη Γερμανία. Πέρασες από αμέτρητους οικισμούς χαμένους μέσα στην κακοκαιρία και κατά τις εννιά το βράδυ έφτασες στο Ντούισμπουργκ. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά, ήταν και ο παλιόκαιρος, όλα ήταν κλειστά, ακόμη και οι καντίνες των Τούρκων. Μόνο οι γνώριμες σκιές γύρω από τον σταθμό, οι ίδιες σε κάθε πόλη. Πόση ερημιά Θεέ μου... Τι νόημα έχει όλο αυτό; Δεν υπάρχει νόημα.
Την άλλη μέρα θα έφευγες νωρίς από εκεί και θα πήγαινες σε κάποια άλλη πόλη, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο ή σκοπό. Οι δύο-τρεις ώρες στον αυτοκινητόδρομο θα σου έφτιαχναν αρκετά τη διάθεση. Οι Γερμανοί θα σου χαμογελούσαν όπως πάντα βλέποντας το αυτοκινητάκι σου καθώς σε προσπερνούσαν. Και την προηγούμενη σου μέρα, τη χειρότερη που θυμάσαι, θα την είχες αφήσει πίσω.
Comments